λογιοτατίζω

λογιοτατίζω
[λογιότατος]
1. θέλω να φαίνομαι λογιότατος, υποκρίνομαι ή παριστάνω τον λογιότατο
2. είμαι σχολαστικός, όπως οι λογιότατοι, είμαι οπαδός τού λογιοτατισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λογιοτατίζω — λογιοτάτισα, παριστάνω το λόγιο, τον καλλιεργημένο: Αρκετοί δημοσιογράφοι λογιοτατίζουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογιοτατισμός — και λογιωτατισμός, ο η τάση ορισμένων λογίων, κυρίως σε παλιότερες εποχές, να χρησιμοποιούν αρχαιοπρεπή γλώσσα, αρχαίες λέξεις, φράσεις, συντάξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογιοτατίζω. Η λ., στον λόγιο τ. λογιωτατισμός, μαρτυρείται από το 1865 στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”